οροφηφορος

οροφηφορος
    ὀροφηφόρος
    ὀροφη-φόρος
    2
    поддерживающий (досл. несущий на себе) крышу Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οροφηφορος" в других словарях:

  • οροφηφόρος — ὀροφηφόρος, ον (ΑΜ) (για τη χελώνα και τα οστρακόδερμα) αυτός που φέρει μαζί του στέγη, που κουβαλάει την οροφή επάνω του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀροφή + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ὀροφηφόρος — bearing a roof masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροφηφόρον — ὀροφηφόρος bearing a roof masc/fem acc sg ὀροφηφόρος bearing a roof neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»